μονάκριβος

μονάκριβος
-η, -ο (Μ μονάκριβος, -η, -ον)
1. (για παιδιά ή και γι' αδέλφια) ένας και γι' αυτό πολύ αγαπητός («κάποια νια πεντάμορφη, μονάκριβη δασκάλου θυγατέρα», Ζέρβ. λυρ.)
2. (κατ' επέκτ.) καθένας που είναι πολύ αγαπητός
3. (για πράγματα) μοναδικός («έχω ένα μονάκριβο βιολί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* ἀκριβός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μονάκριβος — η, ο ο μόνος και ακριβός, λατρευτός και μοναδικός: Προστάτευε υπερβολικά το μονάκριβο γιο της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονογιός — ο (για πρόσ.) ο μόνος και πολυαγαπημένος, μονάκριβος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”