- μονάκριβος
- -η, -ο (Μ μονάκριβος, -η, -ον)1. (για παιδιά ή και γι' αδέλφια) ένας και γι' αυτό πολύ αγαπητός («κάποια νια πεντάμορφη, μονάκριβη δασκάλου θυγατέρα», Ζέρβ. λυρ.)2. (κατ' επέκτ.) καθένας που είναι πολύ αγαπητός3. (για πράγματα) μοναδικός («έχω ένα μονάκριβο βιολί»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* ἀκριβός].
Dictionary of Greek. 2013.